- τούρπαινα
- τούρπαινα, ἡ, a fish, theA torpedo, Alex. Trall. 12, Paul.Aeg.3.78, 7.17; written [full] τούπαινα, as Lat. for
βατίς 1
, βάτος (B), Cyran.104.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βατίς 1
, βάτος (B), Cyran.104.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τούρπαινα — και τούπαινα, ἡ, ΜΑ είδος θαλάσσιου ψαριού, πιθανώς η νάρκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. torpedo «νάρκη, είδος ψαριού» με κατάλ. αινα, που απαντά και σε άλλα ον. ψαριών (πρβλ. μύρ αινα)] … Dictionary of Greek
τουρπαίνης — τούρπαινα torpedo fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τουρπαίνῃ — τούρπαινα torpedo fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τούρπαιναν — τούρπαινα torpedo fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τούπαινα — ἡ, Α βλ. τούρπαινα … Dictionary of Greek